- υφορβος
- ὑφορβόςὑ-φορβόςὅ [ὗς] свинопас Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφορβός — swineherd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφορβός — και ὑοφορβός, ὁ, Α (επικ. τ.) ο χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο φορβός] … Dictionary of Greek
ὑφορβοί — ὑφορβός swineherd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφορβῷ — ὑφορβός swineherd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφορβόν — ὑφορβός swineherd masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίος — δῑος, ῑα, ῑον (Α) Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία 2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων») 3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν») 4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή,… … Dictionary of Greek
σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ … Dictionary of Greek
υοφορβός — ὁ, Α βλ. ὑφορβός … Dictionary of Greek
υφορβώ — έω, Α [ὑφορβός] βόσκω χοίρους … Dictionary of Greek
ὑφορβοῦ — ὑ̱φορβοῦ , ὑφορβέω herd pigs imperf ind mp 2nd sg (attic) ὑφορβέω herd pigs pres imperat mp 2nd sg (attic) ὑφορβέω herd pigs imperf ind mp 2nd sg (attic) ὑφορβός swineherd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)